- ημίωρος
- -η, -ο (Α ἡμίωρος, -ον)·1. αυτός που έχει χρονική διάρκεια μισής ώρας2. το ουδ. ως ουσ. το ημίωρομισή ώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -ωρος (< ώρα), πρβλ. δί-ωρος, τρί-ωρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημίωρος — η, ο 1. αυτός που έχει διάρκεια μισής ώρας: Ημίωρη διακοπή της δουλειάς. 2. το ουδ. ως ουσ., ημίωρο μισή ώρα, χρονικό διάστημα μισής ώρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιωρία — ἡμιωρία, ἡ (Α) [ημίωρος] μισή ώρα … Dictionary of Greek